Θήρων

Θήρων
(5ος αι. π.Χ.). Τύραννος του Ακράγαντα. Καταγόταν από το γένος των Εμμενιδών. Αφού κατέλαβε την εξουσία (488), επεξέτεινε την κυριαρχία της πόλης, προσαρτώντας τη Μινώα και την Iμέρα. Με σύμμαχό του τον Γέλωνα των Συρακουσών, ήρθαν σε σύγκρουση με τους Καρχηδόνιους, η οποία κατάληξε στη νίκη της Ιμέρας (480). Η διακυβέρνηση του Θ. υπήρξε επιτυχής και επί των ημερών του ο Ακράγαντας έφτασε στο απόγειο της ακμής του. Πεθαίνοντας άφησε διάδοχό του τον γιο του, Θρασυδαίο. Ο 2ος και ο 3ος Ολυμπιόνικος του Πινδάρου είναι αφιερωμένοι στον Θ., ο οποίος είχε νικήσει δύο φορές με το άρμα του στην Ολυμπία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Θήρων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θηρῶν — Θήρα from Thera fem gen pl Θήρη hunting of wild beasts fem gen pl Θήρης masc gen pl Θηρώ fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρῶν — θήρ beast of prey masc gen pl θήρα from Thera fem gen pl θηράω hunt pres part act masc voc sg θηράω hunt pres part act neut nom/voc/acc sg θηράω hunt pres part act masc nom sg (attic epic ionic) θηράω hunt pres part act masc nom sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήρων — θηράω hunt imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) θηράω hunt imperf ind act 1st sg (homeric ionic) θηρίον wild animal masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Терон — (Θήρων) тиран сицилийского города Агригента в 487 472 гг. до Р. Хр.; разбил в 480 г., в союзе с тираном сиракузским Гелоном, предводительствуемых Гамилькаром карфагенян у Гимеры. Известен как кроткий и умный правитель. Пиндар воспевает его за… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ФЕРОН —    • Θήρων,          тиран агригентский от 487 до 472 г. до Р. X., разбил в союзе с сиракузским тираном Гелоном карфагенян под начальством Гамилькара. Hdt. 7, 165 слл. Правление его считалось кротким и благотворным. Пиндар воспел Ф. за победу в… …   Реальный словарь классических древностей

  • Θήρωνα — Θήρων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θήρωνας — Θήρων masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θήρωνες — Θήρων masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θήρωνι — Θήρων masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”